- αναμφίλογος
- ἀναμφίλογος, -ον (Α) [ἀμφίλογος]1. αυτός, για τον οποίο δεν διίστανται οι γνώμες, αναντίρρητος, αναμφίβολος, σίγουρος2. επίρρ. ἀναμφιλόγωςα) χωρίς αμφιβολία, αναμφίβολα, αναμφισβήτηταβ) χωρίς αντίρρηση, με προθυμία, ευχαρίστως.
Dictionary of Greek. 2013.